- πολυκύμαντος
- η , ο [ος , ον ]1) бурный, штормовой; 2) перен. бурный, полный приключений
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυκύμαντος — η, ο / πολυκύμαντος, ον, ΝΜ νεοελλ. πολυτάραχος, περιπετειώδης (α. «πολυκύμαντη σταδιοδρομία», β. «πολυκύμαντος βίος») μσν. αυτός που κυματίζει πολύ, που έχει πολλά κύματα («πολυκύμαντος θάλασσα», Άννα Κομν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμαντος… … Dictionary of Greek
πολυκύμαντος — η, ο 1. αυτός που έχει πολλά κύματα, ο ταραγμένος: Πολυκύμαντη θάλασσα. 2. μτφ., πολυτάραχος, περιπετειώδης: Πολυκύμαντη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεικύμαντος — η, ο και ος, ο (Μ ἀεικύμαντος, ον) ο αδιάκοπα ταρασσόμενος από τα κύματα, πολυκύμαντος, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + κυμαίνω] … Dictionary of Greek
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυκύμων — (I) ύκυμον, Α πολυκύμαντος, με πολλά κύματα («πόντου πολυκύμονος ἀτρυγέτοιο πυθμένα κινήσας», Σόλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), βλ. ακύμων (Ι)]. (II) ύκυμον, Α καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμων (< κῦμα… … Dictionary of Greek
Γρίβας, Θεοδωράκης — (Πρέβεζα 1797 – Μεσολόγγι 1862). Ο πολυκύμαντος βίος του καλύπτει μία πολεμική δράση σε ολόκληρη την περίοδο των αγώνων της ανεξαρτησίας, ενώ η ανάμειξή του στα μετεπαναστατικά κινήματα ήταν πρωταγωνιστική, είτε καταπνίγοντάς τα (π.χ. εξέγερση… … Dictionary of Greek
τρικυμιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. φουρτουνιασμένος, κυματώδης: Τρικυμιώδες πέλαγος. 2. περιπετειώδης, πολυτάραχος, πολυκύμαντος: Έζησε τρικυμιώδη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)